ὀκορνός

ὀκορνός
ὀκορνός, ,
A = ἀττέλεβος or πάρνοψ, Hsch., Phot., cf. A.Fr.256.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οκορνός — ὀκορνός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα] …   Dictionary of Greek

  • ὀκορνούς — ὀκορνός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”